- πίσσης
- πίσσαpitchfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
πιερικός — ή, όν, ΝΑ [πιερία] αυτός που αναφέρεται στην Πιερία ή προέρχεται από την Πιερία («πιερικῆς πίσσης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek